Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

όματα


Ανεβαίνω το καλντερίμι που βγάζει στον προφήτη(ναι καλά!) Ηλία λίγο πρίν σουρουπώσει. Γνωστή διαδρομή από χρόνια. Εκεί έτρεχα τα μεσημέρια που έπεφτε για ύπνο η γιαγιά και σκηνοθετούσα την απόδραση από τη κουζίνα. Ετρεχα, έτρεχα, και λαχανιασμένη σταματούσα λίγο πρίν τη τελευταία στροφή. Πρίν την εφηβεία φυσικά δε θα μπορούσα καν να σκεφτώ τη σημειολογία αυτής της κίνησης. Ενώ ήμουν αποφασισμένη να πετάξω ένα πετραδάκι στο παράθυρο και να του πώ «θα έρθεις να παίξουμε;», ε! Την ώρα που έφτανα στην τελευταία στροφή και η καρδιά που εξασκούνταν σε ζογκλερικά κόλπα μαζί με τα δύο πνευμονάκια μου, σταματούσα. Ξανάβαζα τα γυαλιά στη θέση τους, τα τακτοποιούσα καλά πάνω στη μύτη, να δω πια άλλα μάτια ασχολούνται μαζί μου. Κανείς εκει γύρω μεσημεριάτικα. Ήμουν μόνη με το χαλικάκι στο χέρι και το παράθυρο στα μάτια.
Με μια ξαφνική κίνηση χωρίς πολλές σκέψεις έβαζα την επιθυμία μου στη χόυφτα και άφηνα το χαλικάκι να πέσει. Με την χούφτα σφιχτή συνέχιζα μέχρι το εκκλησάκι. Εγω, ο άγιος, ο κόσμος όλος και μια χούφτα που την άφηνα να ανοίξει απαλά πάνω στις μαργαρίτες.
Και την επόμενη μέρα το ίδιο, και την επόμενη και την επόμενη.
Αλλά η τύχη ευνοεί τα παιδιά, τους βλαμένους και τους τολμηρούς. Ετσι ένα μεσημέρι την ώρα που ήμουν έτοιμη να αφήσω το χαλικάκι, άνοιξε το παράθυρο. Καλύτερα να άνοιγε η γη να με καταπιεί ή να άνοιγα το στόμα μου τουλάχιστον να πώ «Για σας κυρια Τασία και αντίο». Αλλά που! Έμεινα εκεί να την κοιτάζω καθώς μου χαμογελούσε και ανοιγόκλεινε το στόμα. Έπιασα κατι προς το τέλος «....κάτσε να τον φωνάξω...». Ο Πετράκης. Αυτός που θα με κοίταζε γλυκά και θα με έπαιρνε από το χέρι για να πάμε να δούμε την πλαγιά από την άλλη πλευρά εκεί που μόνο οι μεγάλοι πήγαιναν. Αυτός θα ερχόταν τώρα στο παράθυρο.
«Γεια».
«Γεια»
«Θα έρθεις να παίξουμε;»
«Θα φύγουμε σε λίγο. Γυρνάμε στη Αθήνα»
«Α»
«Ναι»
«κρίμα»
«Θα έρθω πάλι τα Χριστούγεννα»
«Ωραία»
«Γεια»
«Γεια»
Η οπτική της γραφής. Ενας λυτός διάλογος. Τα χέρια μου όμως ανεβοκατέβαιναν με έναν εξαιρετικό συντονισμό κάθετου και οριζόντιου τρέμουλου καθώς τακτοποιούσα τα γυαλιά στη μύτη. Αυτά εκεί σταθερά αλλά εγώ με μία επιμονή να τα τακτοποιώ. Ευτυχώς δηλαδή που ήταν κι αυτά μαζί μου γιατί πολύ πιθανό να λιποθυμούσα και άντε βρες κάποια αξιόπιστη δικαιολογία μετα.

Μέσα της άνοιξης λοιπόν ανεβαίνω το καλντερίμι ξανά. Φτάνω στη στροφή –την τελευταία- και βλέπω παρκαρισμένο το yaris του Πέτρου. Αυτή τη φορά κυρία! Ουτε βότσαλο όυτε παράθυρο. Χτυπάω την πόρτα κανονικά! Που είσαι παιδί μου να με θαυμάσεις! Ειχαμε να βρεθούμε καιρό αλλά οι καλές φιλίες δε χαλάνε στα χρονοντούλαπα. Ήπιαμε τους καφέδες και τις ρακές μας καθισμένοι στο ίδιο τραπέζι χωρίς πια τον σωτήριο σκελετό. Μια επέμβαση laser τον απέσυρε. Η καρδιά ωρίμασε και δεν κάνει πολλά ζογκλερικά, έχει γίνει φλύαρη: «αντε δε θα του το πείς? Πιάστου το χέρι και χαμογέλα. Αντε ξεκόλα και νιώσε αυτό που θες.» και άλλα παρόμοια.
Δύσκολα και ευχάριστα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: